αμυθολόγητος

αμυθολόγητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν ξέρει μυθολογία: Μη με ρωτάς μυθολογικά, είμαι αμυθολόγητος.
2. αυτός που δεν αναφέρεται στις μυθολογικές διηγήσεις: Όσο ξέρω, αυτό είναι αμυθολόγητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμυθολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν μυθολογήθηκε, δεν εξιστορήθηκε δηλ. με μύθους 2. αυτός που δεν γνωρίζει μυθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. α στερ. + μυθολογώ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γοργία (ψευδώνυμο) στο περιοδ. «Νέα Πανδώρα» το 1858] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”