- αμυθολόγητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν ξέρει μυθολογία: Μη με ρωτάς μυθολογικά, είμαι αμυθολόγητος.2. αυτός που δεν αναφέρεται στις μυθολογικές διηγήσεις: Όσο ξέρω, αυτό είναι αμυθολόγητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.